- σκινδύλιον
- σκινδύλιον, τό,A small piece of wood, shingle, SIG671 B17 (Delph., ii B.C.): cf. σχινδύλη.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκινδύλιον — τὸ, Α μικρό τεμάχιο ξύλου, πελεκούδι, σχίζα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σχίζω] … Dictionary of Greek
ανασχινδυλεύω — ἀνασχινδυλεύω (Α) (και μτγν. ανασκινδυλεύω) ανασκολοπίζω, σταυρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + σκινδύλιον (< σχίζω) «μικρό κομμάτι ξύλου»] … Dictionary of Greek